πλεύσεως

πλεύσεως
πλεύσεω̆ς , πλεῦσις
sailing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αλεξίφωτο — το Ναυτ. πέτασμα σε σχήμα τρίεδρης γωνίας, στο βάθος τού οποίου τοποθετούνται οι πλευρικοί φανοί πλεύσεως τών πλοίων έτσι ώστε να γίνονται ορατοί μόνο υπό τη γωνία που προβλέπουν οι διεθνείς κανονισμοί αποφυγής συγκρούσεων. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός… …   Dictionary of Greek

  • δυναμογωνιόγραμμα — το ναυτ. διάγραμμα που δίνει το μέγεθος τής ιθύνουσας μαγνητικής δυνάμεως και την παρεκτροπή τής πυξίδας τού πλοίου για όλες τής γωνίες πλεύσεως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”